κισσοστεφής

κισσοστεφής
-ές (Α κισσοστεφής και κιττοστεφής, -ές)
στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -στεφής (< στέφος), πρβλ. πυρι-στεφής, ροδο-στεφής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κισσοστεφής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιττοστεφής — κισσοστεφής , κισσοστεφής masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γονυστεφής — ές (για ίππους) αυτός που έχει στα γόνατα ουλές με λευκό τρίχωμα λόγω τραυματισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + στεφής < στέφος < στέφω (πρβλ. κισσοστεφής, χρυσοστεφής). Η λ. γονυστεφής (ίππος) μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο] …   Dictionary of Greek

  • κισσεύς — κισσεύς, έως, ὁ (Α) [κισσός] ο εστεμμένος με κισσό, κισσοστεφής …   Dictionary of Greek

  • κισσοστέφανος — κισσοστέφανος, ον (Α) κισσοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + στέφανος (< στέφανος), πρβλ. σταχυο στέφανος, χαλκο στέφανος] …   Dictionary of Greek

  • κισσοχαίτης — και κισσεοχαίτης, ὁ (Α) κισσοστεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + χαίτης (< χαίτη), πρβλ. βοτρυο χαίτης, φυκιο χαίτης] …   Dictionary of Greek

  • κισσός — I Αρχαία πόλη της Χαλκιδικής στην Ανθεμούντα, στους πρόποδες του ομώνυμου βουνού. Κατά την παράδοση, ιδρύθηκε από τον μυθικό βασιλιά της Θράκης Κισσέα, πατέρα της Εκάβης. Καταστράφηκε το 315 π.Χ. από τον Κάσσανδρο για να οικιστεί η Θεσσαλονίκη, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”